ΣΥ.Μ.Π.ΑΝ part 3 chapter 1

5 07 2009

Σε λίγα λετπά η ώρα θα γινόταν τεσσερίς, ο Τζον γύρισε κουρασμένος τα κλείδια και ανοίξε την πόρτα του σπιτίου του, πέταξε το μπούφαν του στο πάτωμα και έπεσε με δύναμη μπρούμητα στο κρεβάτι, αυτή ήταν απο τις λίγες φορές που χαιρόταν για το μικρό του σπίτι, συνολικά είχε δυο δωμάτια, το ενα ήταν η τούαλετα η οποία ηταν αρκετά μικρή και ίσα ίσα χωρούσε ο Τζον να κάνει τις δουλείες του,ενω το άλλο δωμάτιο ηταν ο πολύχωρος, όπως τον ονόμαζε ο Τζον ,εκεί ειχε στριμώξει τον διθέσιο καναπέ του, ένα μονό κρεβάτι, μία ραφίερα με την τηλεόραση και το έπιπλο του υπολογιστή του, βεβαία το κρεβάτι ήταν μπρόστα στην πόρτα ώστε ο Τζον να ξαπλώνει κατεύθειαν οταν γυρίζει απο μία κουραστίκη μέρα. Πίστευε οτι θα κοιμόταν με το που ξάπλωνε αλλα ο Μορφέας μάλλον είχε άλλες δουλιές και δέν έλεγε να πέρασει απο την γειτονία του.Οσο στριφογύριζε στο κρεβάτι πέρασαν διάφορες σκέψεις απο το μυαλό του, ήθελε να μιλήσει περισσότερο με τον Ρομπερτ και να του πει όσα είχε βρει στο internet αλλά λόγο του φόρτου εργασίας αρκέστηκαν σε λίγο χαβαλέ στα λίγα λεπτά που συναντήθηκαν, μετά πέρασε απο το μυαλό του ο κύριος Μαρτιν, δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, αλλά στην σκέψη του πιθάνον εξαφανισμένου γιου του, άρχισε να σκεφτεταί οτι το αφεντίκο του δεν ήταν τόσο κακό, ενώ νοερά φανταζόταν τον Λωρενς να τρέχει με το όπλο στο χέρι σε κάποιον άγονο πλανήτη και ξαφνίκα μια έκρηξη απο βόμβα πλάσματος να τον κάνει κομμάτια,ίσως και αυτό να σήμαινε το εξαφανισμένος, οτι δεν βρήκαν τίποτα απο τον Λωρενς για να στείλουν πίσω.
Μετά απο πολλές στροφές στο κρεβάτι κατάφερε να αποκοιμηθεί, όμως τα όνειρα του τα στοίχειωναν εφιάλτες, κυρίως λάμψεις, κραύγες και σκιές που άλλοτε τον πλησίαζαν και άλλοτε τον ακολουθούσαν, Ο χείροτερος απ’όλους όμως έφερνε τον Τζον μέσα σε μια σκοτείνη και πυκνή ζούγκλα, περπατούσε με δυσκολία και στα χέρια του κρατούσε ενα παραλληλόγραμμο κομμάτι απο μέταλλο ,δεν το πέταξε γιατί ένοιωθε οτι θα το χρειαστεί,ξαφνικά το σκοτάδι έγινε πίο πυκνό, όλη η βλάστηση γύρω του εξαφανίστηκε,τσιριχτά γέλια ξεσπούσαν και τρομαχτικά παράξενοι ήχοι ακουγόντουσαν σποράδικα. Ο Τζόν προσπάθησε να τρέξει αλλά τα πόδια του κολλούσαν στο έδαφος ,πάνω στην προσπαθεία να φύγει όσο πιο μακρία μπορούσε απο αυτό το τρομακτικό μέρος, μία αόρατη δύναμη τον πέταξε κάτω. Το μέταλλο έφυγε από το χέρια του και χάθηκε στο σκοτάδι. Τότε οι σκιές εμφανιστήκαν σιγά-σιγά γύρω απο τον Τζον, μια αργόσυρτη λυπητερή μελώδια σαν το θρόισμα του ανέμου άρχισε να ακούγετε απο μακριά και οι σκιές άρχισαν να στενεύουν τον κλοιό που είχαν δημιουργήσει,ο Τζον έψαχνε απεγνωσμένα το μεταλλικό κομμάτι, τα χέρια ακουμπούσαν το παγωμένο έδαφος τρέμοντας απο φόβο, πλέον με κάποιο τρόπο ήξερε οτι το μέταλλο θα μπορούσε να διώξει τις σκιές. Όμως οι σκιές είχαν πλέον πλησιάσει στο ένα μέτρο μακριά απο τον Τζον ,η πιο ψήλη από αυτές άρχισε να σηκώνει το ημιδιαφανές χέρι της δείχνοντας τον Τζον, ο Τζον προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά δεν βγήκε ούτε ένας ήχος απο το στόμα του. Το τεντωμένο χέρι της σκιάς πλέον απείχε λίγα εκατοστά απο το κεφάλι του Τζον και τότε ένας διαπεραστικός ήχος άρχησε να του τρυπάει τα αυτιά.
Ο Τζον πετάχτηκε όρθιος ουρλιάζοντας κούνησε αμυντικά τα χέρια του για να διώξει τις σκιές όμως με το που έφυγε η θολούρα του αποτόμου ξυπνήματος διαπίστωσε ότι βρισκόταν στήν ασφάλεια του σπιτιού του, ο ήχος που του τρυπούσε τα αφτία ήταν ο ήχος κλήσης του κινητού του, και προφανώς δεν μπορούσε να κινήθει γιατι το σεντόνι είχε μπλεχτεί στα ποδία του. Γέλασε με τον εαύτο του επειδή φοβήθηκε, αλλά το ονείρο ηταν πολύ ζωντανό. Αρχίσε να ψάχνει το κινήτο του στο πάτωμα στα αριστερά του κρεβατιού.
Έπιασε το κινητό και είδε οτι να τον καλεί ο Ρομπερτ.
-Έλα φιλαράκι, τι ώρα είναι? Είπε ο Τζον ενώ το πρόσωπο του Ρομπερτ εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού.
-Πάει σχεδόν δύο το μεσημέρι, ακόμα κοιμάσαι ρε ψοφίμι? Είπε γελώντας ο Ρομπερτ.
-Συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν κοιμήθηκα στο κρεβάτι σου νομίζω για να σε νοιάζει αν κοιμάμαι ακόμα. Απολογήθηκε αμυντικά ο Τζον.
-Καλά καλά γκρινιάρη θα πάμε με τα παιδία για καφέ στο ΜΑLL όταν σηκωθείς έλα. Είπε ο Ρομπερτ και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Τζον ξέμπλεξε τα πόδια του απο το σεντόνι και σηκώθηκε όρθιος, ένας καφές θα ήταν ότι πρέπει για να ξεχάσει το όνειρο του, φόρεσε στα γρήγορα ένα παλιό τζίν και ένα μαύρο πουλόβερ, έβαλε βιαστικά τα παπούτσια του και βγήκε απο το σπίτι.

συνεχιζεται kalanapathon
επομενο κομματι 10/7


Ενέργειες

Information

Σχολιάστε